- όποιπερ
- ὅποιπερ (Α)επίρρ. βλ. όποι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὅποιπερ — ὅποι , ὅποι to which place indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όποι — ὅποι και ιων. τ. ὅκοι και δωρ. τ. ὅπυι, ὅπυς (Α) επίρρ. 1. (σε πλάγ. ερώτ.) α) προς ποιο μέρος, πού («ἀμηχανεῑν ὅποι τράποιντο», Αισχύλ.) β) ώς ποιο σημείο, μέχρι πού («ἐπήκουσα... μέχρι ὅποι...», Πλάτ.) γ) (με ρ. στάσεως) σε ποιο μέρος, πού… … Dictionary of Greek